αναχωματίζω

αναχωματίζω
-ισα, -ίστηκα, -ισμένος, γεμίζω με χώμα λάκκο, επιχωματίζω: Στις πολυκατοικίες συνήθως αναχωματίζουν τα θεμέλια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀναχωματίσαι — ἀναχωματίζω throw up a mound aor inf act ἀναχωματίσαῑ , ἀναχωματίζω throw up a mound aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναχωματίσομεν — ἀναχωματίζω throw up a mound aor subj act 1st pl (epic) ἀναχωματίζω throw up a mound fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναχωματίσαντες — ἀναχωματίζω throw up a mound aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”